- παρεξέλεγχος
- παρεξέλεγχοςconfutation on a side-issuemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξέλεγχος — ὁ, Α [παρεξελέγχομαι] 1. σόφισμα που χρησιμοποιείται στην αναίρεση ή στον έλεγχο γνώμης, σοφιστικός έλεγχος 2. έλεγχος που αποδεικνύει ότι ο αντίπαλος σφάλλει διττώς … Dictionary of Greek
παρεξελέγχων — παρεξέλεγχος confutation on a side issue masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξέλεγχοι — παρεξέλεγχος confutation on a side issue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξέλεγχον — παρεξέλεγχος confutation on a side issue masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)